- μεγαλόκτυπος
- μεγαλόκτυποςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλόκτυπος — μεγαλόκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί δυνατό κτύπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόκτυπον — μεγαλόκτυπος masc/fem acc sg μεγαλόκτυπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκτύποις — μεγαλόκτυπος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκτύπου — μεγαλόκτυπος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκτύπους — μεγαλόκτυπος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek